πλεύστης

πλεύστης
ὁ, ΜΑ
αυτός που ταξιδεύει με πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλευσ- τού πλέω* (πρβλ. αορ. -πλευσ-α, πλεῦσ-ις) + κατάλ. -της].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ινδικοπλεύστης — ἰνδικοπλεύστης, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει πλεύσει στον Ινδικό Ωκεανό 2. επίθ. τού μοναχού Κοσμά που συνέταξε γεωγραφικό χάρτη τής υδρογείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰνδικός + πλευστης (< πλέω)] …   Dictionary of Greek

  • πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”